- δίμιτο
- τούφασμα υφασμένο με δύο κλωστές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διπλάρι — το 1. διπλά υφασμένο ύφασμα, δίμιτο 2. (αλιευτ.) καθετή με δυό αγκίστρια, διπλαράκι 3. πληθ. τα διπλάρια δίδυμα παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλός + παραγωγ. κατάλ. αρι*] … Dictionary of Greek
εξάμιτος — η, ο (AM ἑξάμιτος, ον) 1. ο υφασμένος με έξι μίτους, με έξι κλωστές, ο εξάκλωνος 2. το ουδ. ως ουσ. το έξάμιτο είδος υφάσματος υφασμένο με έξι μίτους, με έξι κλωστές (πρβλ. δίμιτο). [ΕΤΥΜΟΛ. < έξι + μίτος] … Dictionary of Greek